ακαπάρωτος

ακαπάρωτος
-η, -ο
1. αυτός για τον οποίο δε δόθηκε προκαταβολή (καπάρο): Το διαμέρισμα ήταν ακόμη ακαπάρωτο.
2. αυτός που δε δεσμεύτηκε, ελεύθερος: Είναι καλός νέος κι όσο ξέρω ακαπάρωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακαπάρωτος — η, ο [καπαρώνω] αυτός για τον οποίο δεν έχει δοθεί ως εγγύηση καπάρο, δηλ. προκαταβολή, αρραβώνας …   Dictionary of Greek

  • ακαπάριαστος — η, ο [καπαριάζω] ο ακαπάρωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”